- τιθηνεία
- τῐθην-εία, [dialect] Ion. [suff] τῐθην-είη, ἡ,A = τιθηνία, Opp.H.1.663(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθηνεία — και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α βλ. τιθηνία … Dictionary of Greek
τιθηνείῃσι — τιθηνεία fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνία — και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α [τιθηνῶ] 1. ανατροφή 2. (ειδικότερα) θηλασμός … Dictionary of Greek